αλλαξοφόρι

αλλαξοφόρι
το
ένδυμα καθαρό ή καινούργιο για αντικατάσταση φθαρμένου ή ακάθαρτου, αλλαξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. αλλαξοφορώ, υποχωρητικό.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοφοριάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλλαξοφοριάζω — [αλλαξοφόρι] αντικαθιστώ τα παλιά ρούχα με καινούργια, αλλάζω ρούχα …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοφορώ — (έω και άω) 1. αλλάζω ρούχα, αντικαθιστώ τα παλιά με άλλα καινούργια 2. (για ιερείς) φορώ ιερατικά άμφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φορώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοφόρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”